12/12/06

Από την εκδήλωση (22-11-06) του Συλλόγου Διδασκόντων ΝΟΠΕ, Παν. Αθηνών:

Ιδιωτικά πανεπιστήμια
Γεράσιμος Κουζέλης,
Εκδήλωση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (22.11.06) - Σύλλογος Διδακτικού Προσωπικού της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών

Στο επι της αρχής ερώτημα αν θα πρέπει ο συνταγματικός χάρτης της χώρας να περιλαμβάνει διάταξη που να απαγορεύει ρητά τη «σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες» δεν θα ήθελα να απαντήσω. Αφενός γιατί δεν είναι της επιστημονικής μου αρμοδιότητας, αφετέρου όμως γιατί ένα τέτοιο ερώτημα είναι κατά τη γνώμη μου παραπλανητικό. Δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα αρχής και κάθε κριτική αυτού του είδους («χαρακτηριστικό του “αναχρονισμού” μας», «πού αλλού ακούστηκε να», «μνημείο γραφειοκρατικής ή κρατικιστικής λογικής») παραπέμπει στην ταυτολογική διαπίστωση ότι πρόκειται για το σύνταγμα της Ελλάδας και όχι για οικουμενικό σχέδιο κοινωνικού συμβολαίου. Επομένως κάλλιστα θα μπορούσε η διάταξη αυτή να απουσιάζει αν οι συγκεκριμένες συνθήκες, οι σχετικές δηλαδή με την οργάνωση της εκπαίδευσης στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, δεν την καθιστούσαν απαραίτητη.
Το σκεπτικό που οδήγησε στη διατύπωση των σχετικών με το δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης παραγράφων του άρθρου 16 δεν το γνωρίζω. Μπορούμε όμως να ανασυγκροτήσουμε τη λογική που κατέστησε αναγκαίο στα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα τον αποκλεισμό των ιδιωτικών πανεπιστημίων εξετάζοντας πού οδηγεί και τι εξυπηρετεί η απορρύθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου και η προβολή της θολής ουτοπίας του υποτιθέμενου ανταγωνισμού ποιοτήτων μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών ΑΕΙ. Κι αυτό γιατί οι συνθήκες δεν άλλαξαν – ενάντια σε κάθε επίφαση εκσυγχρονιστικού λόγου και σε κάθε προσπάθεια προβολής συγκυριακών δυσλειτουργιών ή έστω δυσλειτουργιών του νομικού πλαισίου στην ίδια τη δομή των εκπαιδευτικών σχέσεων. Οι συνθήκες αυτές καθορίζονται από την ιδιότυπη «πίεση» για εκπαίδευση και από την αντίστοιχή της διόγκωση μιας κερδοφόρου αγοράς εκπαιδευτικών προϊόντων. Δεν χρειάζεται να μακρυγορήσει κανείς για να πείσει σχετικά με τον ιδιότυπο χαρακτήρα αυτής της αγοράς, συγκρινόμενο με ό,τι γνωρίζουμε από άλλα κράτη. Αυτή όμως ήταν και είναι η ελληνική κατάσταση, η ελληνική εκπαιδευτική ιδιομορφία που σε κάθε συγκριτική προσέγγιση αντιμετωπίζεται ως «στρέβλωση». Αμφισβητεί κανείς ότι η αποκαλούμενη «παραπαιδεία» αποτελεί καθοριστική (αν όχι την κυρίαρχη) διάσταση της θεσμικής οργάνωσης των εκπαιδευτικών σχέσεων στη σημερινή Ελλάδα;
Αν επομένως, και ανεξαρτήτως ρητών προθέσεων, υπάρχει μια λογική στη ρητή απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, η λογική αυτή είναι ορθώς αμυντική, υπηρετεί τη διασφάλιση της ίδιας της ύπαρξης ανώτατης εκπαίδευσης εντός συνθηκών που τείνουν να την αναιρέσουν. Το άρθρο 16 εξασφαλίζει την ανώτατη εκπαίδευση εξαιρώντας την από την ένταξη σε μία αγορά που εκ της συστάσεώς της θα την μετέτρεπε σε κάτι πολύ διαφορετικό, σε ενδεχομένως καλό σχολείο, αλλά πάντως σχολείο. Αυτό όμως θα χρειαστεί να το εξηγήσω και με άλλους όρους. Ας είναι όμως σαφές ότι δεν επιχειρηματολογώ επί οικουμενικών αρχών και ότι επομένως δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να απαντήσω σε ρητορικά ερωτήματα του τύπου «γιατί είναι δυνατόν στην Αμερική και όχι εδώ;» ή «τι έχετε εναντίον του Χάρβαρντ;». Απλώς δεν έχουμε και δεν μπορούμε να έχουμε ελληνικά ιδιωτικά πανεπιστήμια –τονίζω πανεπιστήμια και όχι τριτοβάθμια σχολεία– για λόγους παπαπλήσιους με εκείνους για τους οποίους δεν έχουμε γηγενείς ινδιάνους, δεν υπήρξε μεγάλη πορεία προς τη Δύση ή δεν αναπτύχθηκε η «προτεσταντική ηθική» – κρίμα ίσως, αλλά σε αυτή την κοινωνία αναφέρεται το σύνταγμα.
Ότι η διατύπωση της παραγράφου 8 του άρθρου 16, η διατύπωση «Η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» –τελεία–, υπηρετεί ένα μείζονα αμυντικό στόχο, προστατεύοντας το πανεπιστήμιο από την προοπτική κατάλυσής του εντός του επιχειρηματικού καθεστώτος των ιδιωτικών «εκπαιδευτηρίων» –όπως τα αποκαλεί η ίδια παράγραφος–, φαίνεται και από το γεγονός ότι ο συντακτικός νομοθέτης θεωρεί ότι η ρητή αυτή αρνητική οροθέτηση του πανεπιστημίου είναι απαραίτητη, παρά το ότι έχει ήδη προσδιορίσει σαφώς στην παράγραφο 5 θετικά το καθεστώς του. Σύμφωνα με τη γνωστή αυτή παράγραφο: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Να κάτι που επιμελώς αποσιωπάται από τις περισσότερες εισηγήσεις υπέρ της μεταβολής του νομικού καθεστώτος των πανεπιστημίων (ακόμα και κάποιων που την υποστηρίζουν για να στηρίξουν το δημόσιο πανεπιστήμιο): το καθεστώς του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συναρτάται άμεσα με την πλήρη αυτονομία των ΑΕΙ. Δεν είναι άλλωστε διόλου τυχαίο ότι η προωθούμενη κατ’ ευφημισμό μεταρρύθμιση αφορά και τις δύο όψεις αυτού του καθεστώτος. Η ιδιωτικοποίηση προϋποθέτει και επιβάλλει την κατάλυση της αυτοδιοίκησης. Κάθε άλλο παρά αντιφατικός είναι ο λόγος που από τη μια κόπτεται υπέρ της επιχειρηματικότητας και του αγοραίου ανταγωνισμού στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και από την άλλη ενισχύει στο έπακρο τον κρατικό έλεγχο κάθε δραστηριότητας και επιλογής της ακαδημαϊκής ζωής των δημοσίων πανεπιστημίων (όπως συστηματικά προτείνει το νέο νομοσχέδιο).
Το ερώτημα που τίθεται δεν είναι απλώς «τι θα έπρεπε να είναι τα πανεπιστήμια αν όχι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου;» αλλά και «πώς θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτοδιοίκηση αν όχι υπ’ αυτό το νομικό καθεστώς;». Οι δύο διαστάσεις δεν μπορούν κατά τη γνώμη μου να αποσυνδεθούν. Μόνο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου μπορεί το πανεπιστήμιο να διατηρήσει την ουσιαστική του αυτονομία, να παραμείνει δημοκρατικό στην οργάνωσή του και να διασφαλίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία που αποτελεί τον όρο υπάρξής του – και πάλι ως πανεπιστημίου και όχι τριτοβάθμιου εκπαιδευτηρίου. (Επαναλαμβάνω: υπό τις υπάρχουσες συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας και όχι υπό όρους αξιωματικής εξιδανίκευσης.) Το συγκεκριμένο νομικό καθεστώς αποτελεί την πολιτειακή εγγύηση εκείνης ακριβώς της αυτονομίας που συνιστά την ιδιαίτερη και καθοριστική αξία του νεωτερικού πανεπιστημίου.
Αντιλαμβάνομαι επομένως τις ενστάσεις όσων επιθυμούν να αντικαταστήσουν τις κοσμικές αρχές και την πολιτειακή αυτή εγγύηση με την αρχή μιας υπερβατικά εκπορευόμενης από την απόλυτη γνώση μοναστηριακής ιεραρχίας, να ζήσουν δηλαδή τις ευκαιρίες που έχασαν στον καθ’ ημάς Μεσαίωνα (και πρόκειται για δυνάμεις που δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε ενθυμούμενοι πώς πριν από είκοσι χρόνια πρωτοεμφανίστηκε αυτό το «αγνό» ενδιαφέρον για την αποδέσμευση του πανεπιστημίου από τον κρατικό κλειό). Αντιλαμβάνομαι εξίσου και το ενδιαφέρον όσων με οποιοδήποτε κίνητρο, ταπεινό ή υψηλό, επιθυμούν να «επιχειρήσουν», καθώς εύλογα δεν χρειάζονται ούτε αυτοδιοικούμενα ιδιωτικά πανεπιστήμια ούτε ετεροδιοικούμενα δημόσια, γιατί απλώς δεν θα είχαν τι να τα κάνουν. Αντιλαμβάνομαι ακόμα και τη συνέπεια της κυβερνητικής πολιτικής που μέσω άκρατου κρατισμού και κατάλυσης της αυτονομίας επιδιώκει να καταστήσει δυνατή την ίδρυση και κερδοφορία ιδιωτικών τριτοβάθμιων εκπαιδευτηρίων. Δεν αντιλαμβάνομαι όμως τα επιχειρήματα υπέρ της μεταβολής του νομικού καθεστώτος εν ονόματι της αυτονομίας.
Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου σημαίνει εταιρεία. Και προφανώς δεν μπορεί να αποσυνδεθεί αυτό το νομικό καθεστώς από την «αυθεντία» αλλά και την όποια, έστω και νομοθετικά περιορισμένη, αυθαιρεσία του ιδιώτη. Αν δεν απατώμαι, καμμία οικονομική θεωρία δεν αποσυνδέει τον παραγωγικό-συντονιστικό από τον εξουσιαστικό-«δεσποτικό» χαρακτήρα του ιδιοκτήτη ή έστω του διαχειριστή. Το ποιος ασκεί και πώς ασκεί τη διοίκηση στο πανεπιστήμιο δεν αφορά μόνο τεχνικά ζητήματα, αφορά εξίσου τη διδασκαλία και την έρευνα, την ακαδημαϊκή ελευθερία, τους στόχους, τα περιεχόμενα, τις προτεραιότητες, τις επιλογές και επομένως την ίδια τη γνώση – το τι θα ορίζεται και τι θα επιδιώκεται ως παραγώμενη γνώση. Ως ιδιωτική εταιρεία το πανεπιστήμιο –τριτοβάθμιο εκπαιδευτήριο πλέον– δεν μπορεί παρά να αποσκοπεί στην κυκλική αναπαραγωγή εμπορεύσιμης «γνώσης», διαφορετικά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Δεν είναι λοιπόν και πάλι διόλου τυχαίου ότι αυτή η συζήτηση περί πανεπιστημιακών εταιρειών αναπτύσσεται εντός μιας συγκυρίας στην οποία η ίδια η έννοια της επιστημονικής γνώσης αμφισβητείται ριζικά υπέρ της κατάρτισης και των «δεξιοτήτων».
Τα συνήθη αντεπιχειρήματα όσων, παρά την προφανή αυτή σύνδεση του εταιρικού πλαισίου με την κατάλυση της αυτονομίας και δυνάμει του πανεπιστημιακού χαρακτήρα της παραγώμενης γνώσης, επιμένουν στην αναγκαιότητα της μεταβολής του νομικού καθεστώτος είναι δύο.
Σύμφωνα με το πρώτο, ο κρατισμός του ασφυκτικού και ανορθολογικού ελέγχου από την πλευρά του υπουργείου αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα. Μόνον που αυτό δεν αποτελεί ζήτημα που θα απαιτούσε συνταγματική ρύθμιση. Το συνταγματικό πλαίσιο δεν είναι περιοριστικό, απεναντίας εγγυάται την αυτοδιοίκηση. Οι νόμοι που υλοποιούν αυτή την επιταγή είναι στρεβλοί και εναντίον αυτών πρέπει να στραφούμε. Μήπως όμως προέρχεται το πρόβλημα από την επόμενη διάταξη της παραγράφου 5; Διαβάζουμε εκεί: «Τα ιδρύματα αυτά [δηλαδή τα δημόσια και αυτοδιοικούμενα πανεπιστήμια] τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους». Τι λοιπόν δεν είναι σχεδόν αυτονόητο στη διατύπωση αυτή; Προφανώς όχι η κρατική οικονομική ενίσχυση, ούτε όμως και η λειτουργία βάσει οικείων οργανισμών. Αποτελεί ασφυκτικό περιορισμό η κρατική εποπτεία; Αυτή δεν είναι που κατά τα άλλα απαιτείται από τους ίδιους κύκλους ώστε να περιοριστεί η ασυδοσία και αιθαιρεσία στο καθεστώς που διέπει τα ποικιλόμορφα κολλέγια; Ή μήπως πάλι είναι το «δημόσιο λογιστικό»; Μήπως θα έπρεπε να ανοίξουμε διάπλατα την πόρτα στο ανεξέλεγκτο των αποφάσεων των όποιων διαχειριστών, όταν μάλιστα πρόκειται για δημόσιο χρήμα; Μας είναι σε όλους γνωστές οι στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες που προκύπτουν από τον τρόπο εφαρμογής των όρων του δημόσιου αυτού λογιστικού. Ας επιμείνουμε στην άμεση αλλαγή αυτού του τρόπου και όχι στην μετάβαση στο ιδιωτικό λογιστικό. Κι αν η εμπειρία των «Ειδικών λογαριασμών» προτείνεται με τόση ευκολία ως «εναλλακτική», χρειάζεται να θυμίσω από πού ξεκίνησαν οι ατασθαλίες που έστειλαν συναδέλφους μας στα δικαστήρια ή να προτείνω σε κάποιο δαιμόνιο δημοσιογράφο να «ξεσκονίσει» τους διορισμούς και τις μονιμοποιήσεις που έγιναν απ’ αυτό το «παράθυρο»;
Το δεύτερο αντεπιχείρημα είναι κατά τα φαινόμενα το κρισιμότερο: νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δεν σημαίνει απαραίτητα εταιρεία, υπάρχουν και τα κοινοφελή ιδρύματα. Γιατί όμως και βάσει ποιας λογικής θα επιδιώκαμε ένα πανεπιστήμιο, έστω ως κοινοφελές ίδρυμα, αλλά υπαγόμενο στο ιδιωτικό και όχι στο δημόσιο δίκαιο; Ως δυνάμει ανεξέλεγκτο; Γιατί αναφορικά με τον διοικητικό έλεγχο και εν τέλει την εξουσία της διαχείρισης που διαχέεται παντού, αναιρώντας την ακαδημαϊκή ελευθερία, τα δεδομένα παραμένουν τα ίδια είτε πρόκειται για κερδοσκοπικό είτε για μη κερδοσκοπικό οργανισμό.
Παραμένει το κατά τη γνώμη μου εξωτικό επιχείρημα σχετικά με τους καλοπροαίρετους, υπεράνω κάθε ιδίου συμφέροντος, χορηγούς. Ως κοινωνιολόγου τίποτα δεν μου είναι πιο «ύποπτο» από το λόγο περί ανιδιοτελών χαρισματικών οραματιστών. Οι περίφημοι αυτοί δωρητές που, γνωρίζοντας τη «μιζέρια» του ελληνικού δημοσίου και τη γραφειοκρατική «εξαθλίωση» των κρατικών πανεπιστημίων, θα χρηματοδοτούσαν γενναία ένα ιδιωτικό (και μόνο ιδιωτικό) εκπαιδευτικό ίδρυμα για να καταστεί πρότυπο πανεπιστημιακής αριστείας –ενάντια σε όλη την παράδοση των μεγάλων εθνικών δωρητών– δεν είναι παρά οι χορηγοί που όλοι καλά γνωρίζουμε. Ο ολοκληρωτικής νοοτροπίας λόγος που τους υποστηρίζει ως «πεφωτισμένους» παραβλέπει συστηματικά την πραγματικότητα των αντίστοιχων ιδρυμάτων. Ή μήπως θα μας φαινόταν «φυσικό» να διδάσκουμε υποχρεωτικά τη θεωρία και τα συγγράμματα κάποιου από αυτούς τους δωρητές αν έγραφε και θεωρία ή να δεχόμαστε τα μέλη της οικογένειάς του ως αριστείνδην μέλη ΔΕΠ;
Στο σημείο αυτό γίνεται συνήθως η επίκληση της ισχύος του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός θα υποκαταστήσει την ανάγκη ελέγχου. Δεν θα αναφερθώ στις συνθήκες ανάπτυξης του διαβόητου «ελεύθερου» ανταγωνισμού στην ελληνική ιδιωτική οικονομία. Ποιος είναι όμως αυτός ο ανταγωνισμός για τον οποίο μας μιλάνε οι υποστηρικτές των ιδιωτικών πανεπιστημίων; Αν όντως πρόκειται για τον ανταγωνισμό προϊόντων εντός μιας διαφοροποιημένης αγοράς, τότε θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε πώς θα οριστεί εντός αυτής της αγοράς το προϊον της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Θα είναι το πτυχίο; Επενδύουμε δηλαδή σε έναν ανταγωνισμό που κατ’ ανάγκη θα αφορά την ευκολία, την ταχύτητα και το χαμηλό κόστος των σπουδών – και που όλα αυτά θα εξασφαλίζονται με την αντίστοιχη μείωση του κόστους παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων στο πανεπιστήμιο, νοούμενων πλέον ως διεκπεραιωτών; Ή θα είναι η «γνώση», η παραγωγή της οποίας θα υπόκειται σε ανάλογους όρους μείωσης του κόστους παραγωγής της με αποτέλεσμα και πάλι τη συρρίκνωσή της σε αναπαραγωγικές (φροντιστηριακές κατ’ ουσία) διαδικασίες σχολικού τύπου; «Όχι», μας λένε, «ο ανταγωνισμός θα αφορά την ποιότητα». Το αόρατο χέρι θα περιορίζει μαγικά το ενδιαφέρον των ανιδιοτελών επενδυτών στην παραγωγή ποιοτήτων. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε την ειδυλλιακή αυτή υπόθεση, πώς και από ποια σκοπιά κρίνονται και συκρίνονται αυτές οι παραγόμενες ποιότητες; Οι όποιες αρχές επιβαλλόμενης αξιολόγησης δεν θα μπορούσαν εδώ να έχουν άλλη ισχύ πέραν εκείνης που προτάσσει το ενδιαφέρον, τη χρηστική και ανταλλακτική επιλογή του πελάτη. Έχοντας αποκλείσει από τη θέση του πελάτη την ίδια την πολιτεία και το σύστοιχό της δημόσιο συμφέρον, δεν μένει παρά ο αγοραστής των υπηρεσιών. Οπωσδήποτε ένα ποσοστό αυτής της πελατείας προτάσσει αξίες συμβατές με την πανεπιστημιακή γνώση και εκπαίδευση, όπως το κάνει και τώρα στα σεμινάρια μας, ιδιαίτερα στο μεταπτυχιακό επίπεδο. Το υπόλοιπο όμως; Τώρα τις πανεπιστημιακές αυτές αξίες τις καλλιεργεί το ίδιο το δημόσιο πανεπιστήμιο. Ποιος εγγυάται την παραγωγή και αναπαραγωγή τους όταν η ζήτηση δεν θα είναι εξασφαλισμένη; Πώς και γιατί οι φοιτητές και οι αγοραστές γονείς τους θα επιλέγουν τις συμβατές με την πανεπιστημιακή γνώση προσφερόμενες ποιότητες, πώς θα τις διακρίνουν και βάσει ποιας προηγούμενης προπαίδειας θα τις γνωρίζουν και θα τις αναγνωρίζουν; Πώς εντέλει μπορούν να κρίνουν όταν εμείς οι ίδιοι, ως κατ’ εξοχήν αρμόδιοι και ειδικοί, δυσκολευόμαστε τόσο να τις προσδιορίσουμε στην ίδια μας τη δουλειά, όπως φαίνεται από τη συγκρότηση των προγραμμάτων σπουδών μας; Θα τις έχει μονομερώς και δογματικά προσδιορίσει το σύστημα «διασφάλισης της ποιότητας» και οι γραφειοκρατικές ρυθμίσεις του «ενιαίου ευρωπαϊκού πανεπιστημιακού χώρου»; Και έστω πως ναι, για πόσο – σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κοινωνική και τεχνολογική πραγματικότητα; Άλλωστε, αν είναι να δεχτούμε μια τόσο ασφυκτικά ρυθμισμένη ακαδημαϊκή οργάνωση, γιατί να μην δεχτούμε την εποπτεία του κράτους και τη διαπραγμάτευση των γνωστικών αξιών της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης εντός του πλαισίου της ακαδημαϊκής κοινότητας με την «εγγύηση του δημοσίου» (όπως λέει και το σήμα δημοφιλούς εκπομπής);
Βλέπουμε για μια ακόμα φορά πως η μετάβαση από το δημόσιο στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο συνοδεύεται κατ’ ανάγκη από την κατάλυση της αυτοτέλειάς του. Ή, για να είμαι ακριβέστερος, πως η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν συνεπάγεται μόνο τον έλεγχο της ακαδημαϊκής ζωής αυτών των ιδρυμάτων από τους ιδιοκτήτες τους, αλλά προϋποθέτει ταυτοχρόνως ένα άκρως άκαμπτο και δεσμευτικό πλαίσιο του συνόλου της ακαδημαϊκής ζωής και τον πλήρη διοικητικό έλεγχο και των δημοσίων πανεπιστημίων. Η καθαρή λογική αυτού του σχήματος φέρνει στην επιφάνεια ένα άλλο καταλυτικό, υποτίθεται, επιχείρημα των υποστηρικτών των ιδιωτικών πανεπιστημίων, την επιτυχή λειτουργία ιδιωτικών σχολείων.
Πράγματι, ο πυρήνας του συνόλου των αλλαγών που πλαισιώνουν την αλλαγή του άρθρου 16 είναι η μετατροπή των πανεπιστημίων σε τριτοβάθμια σχολεία. Και ως τέτοια μπορούν όντως να αφεθούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς σε αυτά δεν τίθεται καν ζήτημα ακαδημαϊκής ελευθερίας. Η γνώση που χειρίζονται τέτοιου είδους εκπαιδευτήρια μπορεί εν πολλοίς να θεωρείται δεδομένη και αναπαράξιμη, δεν συγκροτείται εντός της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως ερευνητικής, όπως στο καθαυτό πανεπιστήμιο. Η λειτουργία τέτοιων εκπαιδευτηρίων προϋποθέτει ένα εθνικό αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και προς αυτή την κατεύθυνση μοιάζουν να κινούνται όλες οι προτεινόμενες σήμερα ρυθμίσεις. Και πράγματι γνωρίζουμε από την ελληνική εμπειρία ότι η γραμμική μετάδοση μιας τέτοιας σχολικής γνώσης μπορεί επιτυχώς να ανατεθεί σε ιδιωτικά ιδρύματα, όπως και η καλλιέργεια εκ των προτέρων προσδιορίσιμων «δεξιοτήτων» ή η «κατάρτιση» βάσει προδιαγεγραμμένων προτύπων.
Υπάρχουν κατηγορίες πανεπιστημιακών σπουδών που θα μπορούσαν σε κάποιο βαθμό να υποταχθούν σε αυτή τη λογική, εκεί που το κοινωνικό γνωστικό ενδιαφέρον θα μπορούσε εν μέρει να αναχθεί σε τεχνικό ή καθαρώς εργαλειακό – σπουδές δηλαδή που οδηγούν σε συγκεκριμένα και προφανώς γνωστικά συρρικνωμένα τεχνικά ή θεραπευτικά επαγγέλματα εφαρμογής, ή πάλι μεταπτυχιακές σπουδές διαχειριστικού περιεχομένου που προϋποθέτουν προηγούμενη κατοχή των εργαλείων της αντίστοιχης τέχνης, προηγούμενη συγκρότηση των φοιτητών ως επιστημόνων. Ποιος όμως τα χρειάζεται αυτά τα ανωτατοποιημένα σχολεία και σε ποιο ποιοτικό ανταγωνισμό μπορούν να συμβάλουν; Και κυρίως γιατί θα πρέπει να τους αποδοθεί το καθεστώς του πανεπιστημίου αν η αγορά ήδη τα αποδέχεται όπως υπάρχουν σήμερα (από τα μεταπτυχιακά του ΣΕΒ έως τις ενδοεπιχειρισιακές καταρτίσεις της νέας οικονομίας);
Η λογική της διεύρυνσης της σχολικής κατάρτισης τείνει να εντάξει και το πανεπιστήμιο στη νέα αγορά των ευκαιριών που χαρακτηρίζει τη φάση της νεωτερικότητας που διανύουμε, να μετατρέψει δηλαδή το δικαίωμα στη μόρφωση σε συναγωνισμό ως προς την εκμετάλλευση παρεχόμενων ευκαιριών και μάλιστα υπό όρους οικονομικής δυνατότητας συμμετοχής. Να θυμίσω άλλωστε πως και το συνταγματικό «δικαίωμα στην οικονομική ενίσχυση» των δημοσίων πανεπιστημίων επιδιώκεται να αντικατασταθεί από ευκαιρίες χρηματοδότησης που θα τους δίνονται ανάλογα με την ικανοποίηση των πελατών τους.


ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΜΗ-ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ
ΣΤΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


Κωστής Βαϊτσος
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών


Συμπέρασμα πρώτο:
Η πλέον ουσιαστική και θεσμικά επιτακτική πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εστιάζεται πρωτίστως στην ποιοτική αναβάθμιση του Δημόσιου Πανεπιστήμιου και όχι στη συνεχιζόμενη, όπως έχει αναφερθεί και αλλού, «φλυαρία» για τα μη-κρατικά και μη-κερδοσκοπικά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Τα τελευταία βρίσκονται εκτός του επικέντρου των καίριων αναπτυξιακών και εκπαιδευτικών αναγκών της χώρας, η δε απόκτηση πανεπιστημιακής καταξίωσης, εάν επιτευχθεί από κάποια από αυτά, θα απαιτήσει χρόνο και συνεχή επιστημονική προσπάθεια. Αντιθέτως, τα ιδρύματα αυτά έχουν μάλλον να κάνουν με τους ιδιαίτερους στόχους συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων (πολλών εξ αυτών ξένων), αλλά και άλλων ειδικών ενδιαφερόντων.

Η προώθηση αναγκαίων μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων για την κάλυψη ζωτικών αναγκών του Δημόσιου Πανεπιστήμιου γίνεται ακόμη πιο επιτακτική αν λάβει κανείς υπ’ όψη του την αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα στο εσωτερικό των κρατών μελών του ΟΟΣΑ τα τελευταία 25 χρόνια. Η ανισότητα αυτή εγείρει όχι μόνον θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και εισάγει ζητήματα κοινωνικού κόστους για το μέλλον κάθε κοινωνίας. Η παρατηρούμενη εισοδηματική ανισότητα αντικατοπτρίζει, βεβαίως, μεταβολές στη διαπραγματευτική δύναμη και, επομένως, στα εισοδηματικά μερίδια κεφαλαίου και εργασίας. Κυρίως όμως μπορεί να αποτυπώνει και ουσιαστικές μισθολογικές ανισότητες. Η τεχνολογική αλλαγή επηρεάζει καθοριστικά τις διαφορές απολαβών της εργασίας και αποτελεί τη βασική αιτία για ανάγκες περισσότερης εκπαίδευσης. Επίσης, σηματοδοτεί και την πριμοδότηση ποιοτικά αναβαθμισμένων ικανοτήτων και δεξιοτήτων των εργαζομένων. Από την άλλη μεριά, συνυπάρχουν αντίθετες τάσεις που προάγουν σοβαρά φαινόμενα υπο-επένδυσης και υποβάθμισης στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα.

Τα επιχειρήματα υπέρ η κατά των μη-κρατικών πανεπιστημίων συχνά εμφανίζονται στα πλαίσια σειράς ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Στο βαθμό που στη σφαίρα του πανεπιστημίου παράγεται και ιδεολογία, είναι αναμενόμενο ότι τα παραπάνω θέματα αποτελούν χώρους ακαδημαϊκού προβληματισμού, επιστημονικής ενασχόλησης και διαλόγου.

Οι αντιπαραθέσεις αυτές καλύπτουν από τοποθετήσεις που εκφράζουν νεοφιλελεύθερες αρχές μέχρι ισχυρισμούς που, στην εφαρμογή τους, μεταφράζονται σε λογικές συγκεντρωτικού κρατισμού καθώς και άμεσου ή έμμεσου κομματικού παρεμβατισμού στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπρόσθετα, αντιπαραβάλλονται απαιτήσεις διαχείρισης δημόσιων αγαθών και αναγκών δημόσιου ελέγχου ως προς το ρόλο που μπορεί να έχουν η αγορά ή οι αντίστοιχες εποπτικές αρχές στη διαχείριση δημόσιου χαρακτήρα αγαθών, όπως είναι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Τέλος και πολλές φορές συγκεχυμένα, εμφανίζονται αδιευκρίνιστοι εννοιολογικοί προβληματισμοί πάνω σε, από τη μία μεριά, θέματα ιδιοκτησιακών καθεστώτων και, από την άλλη, τις απαιτήσεις παραγωγής, διάχυσης και οικονομικής αξιοποίησης δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών όπως είναι οι διάφορες μορφές γνώσεων και το ανθρώπινο κεφάλαιο.

Συμπέρασμα δεύτερο:
Το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα αναπτύσσεται στα πλαίσια ραγδαίων εξελίξεων σε πολλά πεδία της γνώσης καθώς και σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης διεθνούς κοινωνικοοικονομικής αλληλεξάρτησης. Για τους θεμελιακούς αυτούς λόγους αναδεικνύεται πρωτεύουσα η σημασία της πολυτυπίας – σε αντίθεση με μία ισοπεδωτική ομοιομορφία -- στα γνωστικά περιεχόμενα και στις αντίστοιχες ερευνητικές και διδακτικές δραστηριότητες. Οι συνθήκες αυτές κάνουν πιο επιτακτική την κατανόηση των απαιτήσεων της επιστημονικής άμιλλας στις κοινωνίες της γνώσης και της εκμάθησης με στόχο την ποιοτική αναβάθμιση του προσφερόμενου έργου. Επιπρόσθετα, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα αλλά και για λόγους αναπτυξιακής σκοπιμότητας, προβάλλει δεσπόζουσα η σημασία διαφύλαξης συνθηκών ισοτιμίας στην πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση. Όλα αυτά αποτελούν βασικά συστατικά ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος που οδηγούν σε διαφοροποιημένες, πιο σύνθετες και επιλεκτικές απαντήσεις.

Ένα αναβαθμισμένο Δημόσιο Πανεπιστήμιο που (α) στηρίζεται σε ικανούς δημόσιους και άλλους πόρους για τις επενδυτικές και λειτουργικές του ανάγκες, (β) λειτουργεί με στοχευόμενες ποιοτικές επιδιώξεις ερευνητικού και διδακτικού έργου στα πλαίσια διαφανών διαδικασιών και (γ) θεσμοθετεί κατάλληλους και όχι αγοραίους μηχανισμούς ποιοτικής αξιολόγησης του προσωπικού του, δεν έχει, ασφαλώς, σε τίποτε να υστερήσει αν συγκριθεί με πρωτοβουλίες άλλης φύσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Τουναντίον, ο δημόσιος χαρακτήρας της πανεπιστημιακής γνώσης προσδίδει στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο συγκεκριμένα πλεονεκτήματα ποιότητας, κλίμακας και συνέργιας.

Τα πλεονεκτήματα όμως αυτά δεν είναι αυτομάτως πραγματοποιήσιμα. Αξιοποιούνται στα πλαίσια της διαθεσιμότητας δημόσιων πόρων που, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντάσσονται στη συνολικότερη αξιολόγηση και τις πολιτικές επιλογές για το κράτος πρόνοιας. Σύμφωνα με επίσημα και μη πλήρως συγκρίσιμα αλλά άκρως ενδεικτικά στοιχεία, κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 2000, το ποσοστό δημόσιων δαπανών που αφιερώθηκε στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν κατά 40% περίπου μικρότερο του μέσου όρου των κρατών μελών του ΟΟΣΑ. Το αντίστοιχο για τη τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν περίπου 20% μικρότερο.

Η πραγματικότητα, όμως, αναδεικνύεται ακόμη πιο σύνθετη αν ληφθούν υπ’ όψη και θεμελιακές θεσμικές και λειτουργικές ιδιαιτερότητες των διαφορετικών εκπαιδευτικών και ερευνητικών συστημάτων κάθε χώρας και η ιστορική τους εξέλιξη. Για παράδειγμα, τη προηγούμενη δεκαετία η Πορτογαλία προχώρησε σε θεσμικές αλλαγές για τη δημιουργία μη-κρατικών πανεπιστημίων. Ύστερα από τις πρώτες μεταπολιτευτικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μετέπειτα πολιτικές ηγεσίες της χώρας αυτής θέλησαν πιθανώς να αντιγράψουν την εμπειρία μη-κρατικών, αγγλοσαξονικών κυρίως, πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αριστείας. Τα αυτοδιοικούμενα αυτά ιδρύματα είχαν, ως γνωστόν, ωφεληθεί από σημαντικές κρατικές, πολιτειακές και τοπικές δημόσιες χρηματοδοτήσεις καθώς και από ιδιωτικές δωρεές στη μακρόχρονη ιστορία τους.

Η άκριτη αντιγραφή της εμπειρίας αυτής στην Πορτογαλία οδήγησε στη de novo ίδρυση ενός αριθμού ιδιωτικών πανεπιστημίων χωρίς επαρκείς δημόσιους κανόνες λειτουργίας, που πιθανώς να αλλοίωναν το πυρήνα της μη-δημόσιας υπόστασής τους. Πολλά από αυτά είχαν μία ιδιαίτερα βραχύβια παρουσία προκαλώντας ουσιαστικές αναστατώσεις στην αντίστοιχη παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών, κυρίως στις εισοδηματικά ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού. Τα υπόλοιπα που συνέχισαν να λειτουργούν, αναφέρονται ως απαξιωμένα στην εγχώρια και διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Η Πορτογαλία, λοιπόν, πλήρωσε κοινωνικά και εκπαιδευτικά την αντιγραφή και εμφύτευση ενός θεσμού ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, ήταν ακατάλληλος για το δικό της σύστημα εκπαίδευσης. Αντίστοιχα παραδείγματα αναφέρονται τελευταίως και στην Ιταλία.

Στη χώρα μας τίθενται σειρά ερωτημάτων ως προς τους λόγους ύπαρξης ή μη συνταγματικής απαγόρευσης για τη λειτουργία μη-κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Επιπρόσθετα, η αξιολόγηση της καταλληλότητας για την παρουσία τους στον εκπαιδευτικό χώρο θέτει επί τάπητος ορισμένες βασικές προοπτικές. Κατ’ αρχάς είναι λογικό να αναμένεται ότι η εισαγωγή του θεσμού μη-κρατικών πανεπιστημίων θα τείνει, στην πράξη, να περιορίζεται σε τομείς συγκριτικά χαμηλής επένδυσης σε υλικοτεχνικές υποδομές, αποκλείοντας έτσι ορισμένους κλάδους των θετικών επιστημών ή της ιατρικής αλλά όχι των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Επιπρόσθετα, αξιολογώντας κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής πραγματικότητας, η παρουσία μη-κρατικών πανεπιστημίων θα τείνει να έχει, πιθανώς, δύο σημαντικές αρνητικές συνέπειες που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Οι περιπτώσεις αυτές είναι:

Πρώτον, η ίδρυση μη-κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων είναι πολύ πιθανόν να επικεντρωθεί, εκτός ορισμένων δεδηλωμένων εξαιρέσεων, όχι απλώς σε γνωστικά αντικείμενα επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά και ειδικότερα σε τομείς μαζικότερης ζήτησης, άρα και εσόδων από τη «φοιτητική αγορά». Φυσικά, ο ορισμός του μη-κερδοσκοπικού ιδρύματος δεν περιορίζει την άντληση καθαρά ιδιωτικών ωφελειών μέσω ειδικών αναθέσεων, υπεργολαβιών και άλλων μορφών επικαλυπτόμενων εταιρικών σχέσεων.

Από πλευράς γνωστικού περιεχομένου, όμως, αρκετοί από τους αντίστοιχους τομείς μπορεί να χαρακτηρισθούν ως χαμηλής μορφωτικής εμβέλειας στις προσφερόμενες υπηρεσίες. Για παράδειγμα, με απουσία προηγούμενου γνωστικού υπόβαθρου από χώρους των θετικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, τυποποιημένες και άκριτες γνώσεις διοίκησης παραγωγικών φορέων ή οργανισμών και συναφών δια-επιστημονικών πεδίων θα προσφέρονται μαζικά σε φοιτητές 18-25 χρόνων. Οι δε φοιτούντες θα στερούνται προηγούμενης επαγγελματικής εμπειρίας για την κατάλληλη αφομοίωση των μεταδιδόμενων γνώσεων.

Μία τέτοια εξέλιξη εντάσσει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο σε τομείς μαζικής κατάρτισης μέσω προγραμμάτων που όχι κατ’ ανάγκη περιλαμβάνουν ένα ποιοτικά αναβαθμισμένο περιεχόμενο σπουδών. Με άλλα λόγια θα αυξηθεί το χάσμα μεταξύ της προσφερόμενης εκπαίδευσης και των απαιτήσεων ολοκληρωμένης μόρφωσης νέων στη χώρα που επιδιώκουν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας με πανεπιστημιακό δίπλωμα. Το τελευταίο, άρα και το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, πλήττονται αντιστοίχως από την αλλαγή των ποιοτικών απαιτήσεων του προσφερόμενου κύκλου σπουδών. Άλλωστε, ορισμένοι έχουν αποκαλέσει τα προπτυχιακά πανεπιστημιακά προγράμματα ως το «Λύκειο» του 21ου αιώνα. Η τοποθέτηση αυτή αλλοιώνει την υπόσταση αυτή καθ’ εαυτή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και θεμελιώνει συνθήκες έντονων μισθολογικών ανισοτήτων.

Άλλες χώρες που εισήγαγαν τέτοια συστήματα, όπως το Η.Β., το συνδύασαν είτε με την ουσιαστική περικοπή δημόσιων πόρων σε χώρους της ανώτατης εκπαίδευσης ή και με τη προσέλκυση ξένων φοιτητών, στην εγχώρια «αγορά» εκπαίδευσης ή στο εξωτερικό. Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν αναπτύχθηκαν για εκπαιδευτικούς λόγους. Αντίθετα, κύριος στόχος τους ήταν η συμπληρωματική κάλυψη αναγκών προϋπολογισμού των ιδίων των εκπαιδευτικών τους ιδρυμάτων. Φυσικά, παρόμοιες εξελίξεις υπάρχουν ήδη και στην Ελλάδα. Αυτές περιλαμβάνουν την περιορισμένου ελέγχου λειτουργία των κατ’ ευφημισμό ονομαζόμενων Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών καθώς και προγράμματα εκπαιδευτικής επέκτασης δημόσιων πανεπιστημίων σε αντίστοιχους τομείς χαμηλού μορφωτικού περιεχομένου.

Δεύτερον, με την ύπαρξη μη-κρατικών ιδρυμάτων στη τριτοβάθμια εκπαίδευση θα θεσμοθετηθούν στη πράξη δύο κατηγορίες πανεπιστημιακού προσωπικού. Με τον τρόπο αυτό προκαλείται μία νέα εισοδηματική διαστρωμάτωση που συνδυάζεται και με τη σαφή εμπορευματοποίηση των αντιστοίχων πανεπιστημιακών υπηρεσιών. Η εξέλιξη αυτή θα περιλαμβάνει εκείνους που θα εργάζονται στη παραγωγή και διάχυση δημόσιων αγαθών, όπως είναι η πανεπιστημιακή γνώση, παραμένοντας στο χώρο που διέπεται από τους κανόνες λειτουργίας που θεσπίζει η Πολιτεία για το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Θα περιλαμβάνει επίσης και εκείνους που, με βάση τα δίδακτρα της «φοιτητικής αγοράς» καθώς και συμπληρωματικές δημόσιες ενισχύσεις, θα έχουν την δυνατότητα να απολαμβάνουν, κάτω από απροσδιόριστες προς το παρόν θεσμικές συνθήκες, υψηλότερες απόλαβές για παρόμοιο ή, σε πολλούς τομείς, και για υποδεέστερο έργο.

Η θεσμοθετημένη αυτή έλλειψη οικονομικής ισοτιμίας εισάγει τάσεις ανταγωνιστικής εμπορευματοποίησης των γνώσεων στα πλαίσια μιας νέας ημι-αγοράς. Οι προκαλούμενες αγοραίες «αξίες» δεν θα απεικονίζουν προβληματισμούς επιστημονικής άμιλλας και ποιοτικής αναβάθμισης. Αντίθετα, θα εκφράζουν κριτήρια συγκυριακής ζήτησης και άντλησης εξατομικευμένων οικονομικών ωφελειών για τους εμπλεκόμενους.

Συμπέρασμα τρίτο:
Είναι πασιφανές ότι, ολοκληρώνοντας ένα τέταρτο αιώνα από τη ψήφιση του νόμου πλαισίου 1268/82, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη ανατροπής της λογικής του «να μην αλλάξει τίποτε» ή της θέσης ότι πρέπει να προχωρήσουμε από «μηδενική βάση». Οι λογικές αυτές πιθανώς εξυπηρετούν κατεστημένα συμφέροντα και εκφράζουν καταστάσεις προϊούσας ιδιωτικοποίησης εκ των έσω στη τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ουσιαστικές αναπτυξιακές διαδικασίες για την ανατροπή συνθηκών θεσμικής υστέρησης και διαρθρωτικών αγκυλώσεων προϋποθέτουν ένα συντονισμένο συνδυασμό στρατηγικών επιλογών. Οι συνδυαστικές αυτές πρωτοβουλίες βρίσκονται σε αντίθεση με απόπειρες ανάδειξης υποτιθέμενων μέσων πανάκειας, όπως τα μη-κρατικά πανεπιστήμια, ή την προβολή ατυχών συμβολισμών, όπως η πρόταξη αναφορών στους λεγόμενους «αιώνιους φοιτητές». Πέντε χώροι πρωτοβουλιών αναδεικνύονται με μια βαρύνουσα πολιτική και λειτουργική εμβέλεια:
Ø Σημαντική αύξηση χρηματοδότησης πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και του προσωπικού τους ως εθνική επιλογή ιεράρχησης κοινωνικών και ατομικών προτεραιοτήτων με στόχο την ανθρώπινη ανάπτυξη και την πρόοδο του κοινωνικού συνόλου.
Ø Κατοχύρωση ουσιαστικής διοικητικής, οικονομικής και ακαδημαϊκής, αυτοδιοίκησης κάτω, όμως, από συνθήκες κοινωνικής λογοδοσίας και με συνεχή, κυρίως ποιοτική, αξιολόγηση των πανεπιστημιακών.
Ø Εξωστρέφεια προς το διεθνή χώρο και ενεργό συμμετοχή στις καινοτόμες γνώσεις και στις ευκαιρίες που δίνουν στο πανεπιστημιακό έργο οι νέες τεχνολογίες.
Ø Επανασύνδεση και στοχευόμενη ενίσχυση της σχέσης μεταξύ ερευνητικού και διδακτικού έργου σε όλο το φάσμα του πανεπιστημιακού γίγνεσθαι.
Ø Έμφαση στα περιεχόμενα των σπουδών και στην ποιότητά τους, καθώς και στις μεθόδους εκμάθησης. Κι’ αυτό γιατί το κύριο χαρακτηριστικό των καιρών δεν είναι απλώς οι κοινωνίες της γνώσης, ιδιαίτερα όταν οι γνώσεις χαρακτηρίζονται από τόσο ταχύρυθμες αλλαγές, αλλά πρωτίστως οι κοινωνίες της εκμάθησης.
Συμπέρασμα τέταρτο:
Ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης δεν κινδυνεύει τόσο από την ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων. Κυρίως υποθηκεύεται από την προϊούσα ιδιωτικοποίηση εκ των έσω καθώς και από γενικότερες διαδικασίες υποβάθμισης του Δημόσιου Πανεπιστήμιου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: